- Αλβανίδα
- [алванида] ουσ. Θ. албанка.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Άγιοι Σαράντα — (αλβ. Sarande). Πόλη (35.235 κάτ.) και λιμάνι της Αλβανίας στο Ιόνιο πέλαγος, ΒΑ της εξόδου του βόρειου Στενού της Κέρκυρας. Η πόλη βρίσκεται στην ίδια θέση με την αρχαία Ογχησμό που έφτασε σε μεγάλη ακμή κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους και υπήρξε το … Dictionary of Greek
Άλμπα Λόνγκα — (Alba Longa). Αρχαία πόλη του Λατίου, περίπου 25 χλμ. ΝΑ της Ρώμης, που σύμφωνα με τις πληροφορίες των αρχαίων τοπογράφων ήταν χτισμένη ανάμεσα στο όρος Αλβανό και την Αλβανίδα λίμνη. Κατά την παράδοση, η πόλη ιδρύθηκε το 1152 π.Χ. από τον… … Dictionary of Greek